- ἡμιτονιαῖος
- ἡμι-τονιαῖος, α, ον,A consisting of a semitone, Aristox.Harm. p.52M., Theo Sm.p.53H.;
ὑπεροχή Ptol.Harm.2.9
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑπεροχή Ptol.Harm.2.9
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ημιτονιαίος — α, ο (Α ἡμιτονιαῑος, αία, ον) [ημιτόνιο] μουσ. αυτός που αποτελείται από ημιτόνιο, που περιέχει μισό τόνο … Dictionary of Greek
ἡμιτονιαίου — ἡμιτονιαῖος consisting of a semitone masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιτονιαίας — ἡμιτονιαίᾱς , ἡμιτονιαῖος consisting of a semitone fem acc pl ἡμιτονιαίᾱς , ἡμιτονιαῖος consisting of a semitone fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek
ἡμιτονιαίαν — ἡμιτονιαίᾱν , ἡμιτονιαῖος consisting of a semitone fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιτονιαίᾳ — ἡμιτονιαίᾱͅ , ἡμιτονιαῖος consisting of a semitone fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)